μονοπάλη

μονοπάλη
μονοπάλη, δωρ. τ. μονοπάλα, ἡ (Α)
απλή πάλη, σε αντιδιαστολή με το αγώνισμα παγκράτιον*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* + πάλη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μουνοπάλαι — μονοπάλη simple wrestling fem nom/voc pl (ionic) μουνοπάλᾱͅ , μονοπάλη simple wrestling fem dat sg (doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μουνοπαλᾶν — μονοπάλη simple wrestling fem gen pl (doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μουνοπάλης — μονοπάλη simple wrestling fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… …   Dictionary of Greek

  • μουνοπάλαν — μουνοπάλᾱν , μονοπάλη simple wrestling fem acc sg (doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”